χρεώνω

χρεώνω
Ν [χρέος]
1. καταγράφω κάποιον ως χρεώστη («σέ χρέωσα δέκα χιλιάδες»)
2. εγγράφω ένα ποσό ως χρέος κάποιου στο αντίστοιχο σκέλος λογιστικού βιβλίου
3. (γενικά) επιβαρύνω με χρέη
4. μέσ. χρεώνομαι
αναλαμβάνω χρέη
5. παροιμ. «όποιος όλο χρεώνεται, κακό τού ξημερώνεται» — δηλώνει ότι τα αλλεπάλληλα χρέη επιφέρουν ξαφνική οικονομική καταστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρεώνω — χρεώνω, χρέωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρεώνω — χρέωσα, χρεώθηκα, χρεωμένος 1. αναγράφω κάποιον χρεώστη, τον χρεώνω με κάτι: Σε χρεώνω με χίλια ευρώ. 2. υποθηκεύω, επιβαρύνω με χρέη: Έχουν χρεώσει το σπίτι τους. 3. παροιμ. «Όποιος όλο χρεώνεται κακό του ξημερώνεται», τα απανωτά χρέη καταλήγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχρέωτος — η, ο [χρεώνω] 1. αυτός που δεν είναι χρεωμένος, που δεν χρωστάει 2. (για κτήματα) αυτός που δεν βαρύνεται με χρέος ή υποθήκη 3. αυτός που δεν καταχωρίστηκε στη στήλη «χρέωση» βιβλίου ή λογαριασμού …   Dictionary of Greek

  • καθυποχρεώνω — (επιτατ. τού υποχρεώνω) υποχρεώνω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, καταϋποχρεώνω κάποιον προσφέροντας μεγάλη εκδούλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο χρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποχρεώ, μαρτυρείται από το 1829 στον Κωνσταντίνο Κυρ. Αριστεία] …   Dictionary of Greek

  • καταχρεώνω — [κατάχρεος] 1. επιβαρύνω κάποιον με πολλά χρέη, τόν χρεώνω βαριά 2. μέσ. καταχρεώνομαι είμαι πνιγμένος στα χρέη, χρωστώ πολλά, είμαι καταχρεωμένος …   Dictionary of Greek

  • μυριοχρεωμένος — και μυριουχρεωμένος και μυριοχριωμένος και μυριοχρωμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει υπέρογκα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρεωμένος (< χρεώνω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεχρεώνω — 1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου») 2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλή («δουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χρεώνω] …   Dictionary of Greek

  • περιτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. θέτω προς εξέταση, μελέτη αρχ. 1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω 2. περιβάλλω 3. επιθέτω, προσθέτω 4. ενώνω, συνάπτω 5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου 6. προσδένω 7. επιφέρω 8. παρέχω 9. επιθέτω, επιβάλλω 10. χρεώνω… …   Dictionary of Greek

  • πιστοχρεώνω — Ν καταχωρώ, περνώ στα λογιστικά βιβλία κονδύλια, χρηματικά ποσά χρεώνοντας ή πιστώνοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη / πίστ ωση + χρεώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • χρέωμα — το, Ν [χρεώνω] η χρέωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”